εξαλλοίωση

εξαλλοίωση
η (Α ἐξαλλοίωσις) [εξαλλοιώ]
(για τροφή) πλήρης αλλοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρκόζης — Είδος χονδρόκοκκου ψαμμίτη με αστρίους. Σχεδόν πάντα είναι στέρεα συγκολλημένος και αποτελείται από θραύσματα ορυκτών, κυρίως χαλαζία και αστρίων, που προέρχονται από την εξαλλοίωση της επιφάνειας γρανιτικών πετρωμάτων. Οι παράγοντες που… …   Dictionary of Greek

  • λατερίτης — Πέτρωμα συγγενές προς τον βωξίτη. Διαφέρει από αυτόν λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ακαθαρσίες και (κατά ορισμένους επιστήμονες) από την παρουσία υδροξειδίου του αργιλίου μέσα σε αυτό, κυρίως κρυσταλλικού παρά κολλοειδούς. Ο λ. προκύπτει από …   Dictionary of Greek

  • λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίωση — Η εξαλλοίωση ορισμένων εκρηξιγενών βασικών πετρωμάτων (κυρίως περιδοτικών και γάββρων) και ο σχηματισμός σερπεντίνη από τον ολιβίνη και τους πυρόξενους που περιέχουν. Η σ. οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων ή και σε μια… …   Dictionary of Greek

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • αμίαντος — (6oς αι. π.Χ.).Γιος του Λυκούργου από την Τραπεζούντα, ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης, κόρης του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη, που τελικά παντρεύτηκε τον Αθηναίο Μεγακλή. * * * (I) η, ο (Α ἀμίαντος, ον) 1. αυτός που δεν μιάνθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητίτης — Ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe3O4. Ανήκει στην ομάδα των σπινελίων και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, με μορφή συνήθως οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική. Έχει αστραφτερό μαύρο χρώμα, έλκεται από τον μαγνήτη και παρουσιάζει μαγνητισμό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”